θηβαΐνη

θηβαΐνη
η
(βιοχ.) εξαιρετικά δηλητηριώδες αλκαλοειδές τού οπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thebaine < theba- (πρβλ. Θήβαι) + -ine (πρβλ. -ίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θηβαϊσμός — ο χρόνια δηλητηρίαση που προκαλείται από τη θηβαΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + κατάλ. ισμός κατά τα μεταρρηματικά παρ. τών εις ίζω (πρβλ. οικ ίζω > οικ ισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”